ἀλέασθαι
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
Spanish (DGE)
v. ἀλεύω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
English (Autenrieth)
see ἀλέομαι.
Greek Monotonic
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.