ἀμφικρύπτω

From LSJ
Revision as of 12:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρύπτω Medium diacritics: ἀμφικρύπτω Low diacritics: αμφικρύπτω Capitals: ΑΜΦΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: amphikrýptō Transliteration B: amphikryptō Transliteration C: amfikrypto Beta Code: a)mfikru/ptw

English (LSJ)

cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell


to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.