ἀμφίζευκτος

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίζευκτος Medium diacritics: ἀμφίζευκτος Low diacritics: αμφίζευκτος Capitals: ΑΜΦΙΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: amphízeuktos Transliteration B: amphizeuktos Transliteration C: amfizefktos Beta Code: a)mfi/zeuktos

English (LSJ)

ον, joined from both sides, A.Pers.130.

Spanish (DGE)

-ον
uncido por ambas orillas del Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).

Middle Liddell

ζεύγνυμι
joined from both sides, Aesch.