ἀνακτίζω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
rebuild, Str.9.2.5, D.Chr.2.79: fut. ἀνακτίσσω, prob. l. for ἀνακτήσουσι in App.Anth.6.75:—Pass., CIG8646 (vi A. D.), al.
Spanish (DGE)
1 reconstruir πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.BI 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) SB 7439.7 (VI a.C.)
•en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν PTeb.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος IPh.216 (VI a.C.).
2 fig. recrear, rehacer en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.Hom.1.5.5, el alma, Clem.Al.Strom.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.Tr.8.1.
German (Pape)
[Seite 194] wieder aufbauen, von neuem bauen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, Στράβ. 403: - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8646 καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
(Α ἀνακτίζω)
1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω
2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κτίζω.
ΠΑΡ. ἀνάκτισις (-η)
μσν.
ἀνακτιστής].