Μηδίς
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
(sc. γυνή), ίδος, ἡ, Median woman, Hdt.1.91.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
femme mède.
Étymologie: Μῆδοι.
Greek Monolingual
η (Α Μηδίς και Μήδισσα)
βλ. Μήδος.
Greek Monotonic
Μηδίς: (ενν. γυνή), ἡ, γυναίκα Μηδικής καταγωγής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Μηδίς: ίδος ἡ мидянка Her.