Λυδιστί

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῡδιστί Medium diacritics: Λυδιστί Low diacritics: Λυδιστί Capitals: ΛΥΔΙΣΤΙ
Transliteration A: Lydistí Transliteration B: Lydisti Transliteration C: Lydisti Beta Code: *ludisti/

English (LSJ)

[ῐ], Adv. after the Lydian fashion, Cratin. 256; in Music, in the Lydian mode, Pl.La.188d; ἡ Λ. ἁρμονία Id.R.398e, cf. Arist. Pol.1342b32, Plu.2.1134b.

Greek (Liddell-Scott)

Λῡδιστί: [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. ἁρμονία Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β.

Greek Monotonic

Λῡδιστί: [ῐ], επίρρ., κατά τη γλώσσα των Λυδών, κατά τον τρόπο, κατά τα ήθη των Λυδών, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, κατά τη Λυδική αρμονία, ἡ Λυδιστὶ ἁρμονία, στον ίδ.

Middle Liddell


in the Lydian tongue, after the Lydian fashion, Plat.: of Music, in the Lydian mode, ἡ Λ. ἁρμονία Plat.