σχίζω

From LSJ
Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζω Medium diacritics: σχίζω Low diacritics: σχίζω Capitals: ΣΧΙΖΩ
Transliteration A: schízō Transliteration B: schizō Transliteration C: schizo Beta Code: sxi/zw

English (LSJ)

Hdt.2.17, S.El.99 (anap.), etc.: poet. impf.

   A σχίζον Pi.P. 4.228: fut. σχίσω LXX Su.55: aor. ἔσχισα Od.4.507 (ἀπο-), h.Merc. 128, etc., Ep. σχίσσα Hes.Sc.428:—Pass., fut. σχισθήσομαι LXX Za. 14.4: pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave, ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes. l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.; σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24; ποδὶ γᾶν Id.Fr.167; κάρα πελέκει S. l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind, σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25 (dub.); but πρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.; τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20,22 (iii A.D.); οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13.    2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49; σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph.264d; κατὰ μῆκος Id.Ti.36b; σ. τὰς φλέβας divide them, ib.77d:—Pass., σχισθέντα A.Ag.623; φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (so ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199 (Strat.)); περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Pl.Ti.21e; σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA494a12; and of various parts of the body, ib.495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9; φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41.    3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf. σχίσις 2.    II metaph. of divided opinions, σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219, cf. X.Smp.4.59; ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.)

German (Pape)

[Seite 1056] (scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.