τρίβω

From LSJ
Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβω Medium diacritics: τρίβω Low diacritics: τρίβω Capitals: ΤΡΙΒΩ
Transliteration A: tríbō Transliteration B: tribō Transliteration C: trivo Beta Code: tri/bw

English (LSJ)

[ῑ], Hes.Op.251, etc.: Ep. impf.

   A τρίβεσκον A.R.2.480: fut. τρίψω S.Fr.483, (ἀπο-) Od.17.232: aor. ἔτριψα Pherecr.181; inf. τρῖψαι Od.9.333, etc.: pf. τέτρῐφα M.Ant.9.10, (συν-) Eub.62:—Med., fut. τρίψομαι (προσ-) Antipho 4.2.8: aor. ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25, A.D. Synt.210.26:—Pass., fut. τριφθήσομαι App.BC4.65, etc.; τρῐβήσομαι Plu.Dio25, (ἐκ-) S.OT428, (κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι (ἐπι-) Ar.Pax246; fut. Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: aor. ἐτρίφθην Id.2.77, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; (δια-) D.19.164: more freq. aor. 2 ἐτρίβην [ῐ] Arist.Pr.893b40; (δι-) Th.1.125; (ἐκ-) Hdt.7.120; (ἐπ-) freq. in Ar., Th.557, al.; (κατ-) Pl.Lg.678d; (συν-) Ar.Pax 71, etc.: pf. τέτριμμαι Pl.Phd.116d; Ion. 3pl. τετρίφᾰται Hdt.2.93. [ῐ only in pf. Act. and Pass., and fut. and aor. 2 Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd.60b; τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb.46a; τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr.957a38; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49; ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5; τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108 (hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε . . τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu.195:—Pass., τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων Hdt.2.93; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77; ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA661b22.    2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th.486, Pl.Phd.117b; ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd.299b; ποίαν IG 42(1).122.121 (Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl.717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, τὸ μέλαν grind, D.18.258:—Pass., θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86; ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr.929a17, cf. b8; μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138.    3 crush, βότρυν Arist.Fr.571.    II wear out clothes (cf. τρίβων (A)), τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a; τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra.123; τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260 S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.); πόδας τρίβειν Theoc.7.123.    2 of Time, wear away, spend, δυστυχῆ τ. βίον S.El.602; νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84; γεωργὸν βίον τ. Ar.Pax 589 (lyr.); ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl.526 (anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag.1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—Pass., ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578; ἀμφισβήτησις . . τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).    3 waste or ravage a country, E.Hec.1142.    III of persons, wear out, σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις A.Ag.1573 (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—Pass., τριβόμενος λεώς oppressed, Hdt. 2.124; πολέμιοι τριφθησόμενοι ἐν σφίσιν App. l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ (ἐπὶ codd.) τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41.    2 of money and property, waste, squander it, οὔτε τι τῶν οἰκηΐων τρίβουσι οὔτε δαπανῶνται Hdt.2.37.    3 use constantly, κατώμοσα . . μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av.636 (lyr.); κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25; ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23; τετρ. σχηματισμός in common use, A.D.Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.    4 Pass., to be much busied or engrossed with a thing, πολέμῳ Hdt.3.134; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465; τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41: esp. in pf. part. Pass. τετριμμένος, practised, expert, ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281 S.; οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24; πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11; ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585, cf. 623.

German (Pape)

[Seite 1140] fut. τρίψω, aor. pass. ἐτρίφθην, Thuc. 2, 77, gew. ἐτρίβην [in diesem temp. mit kurzem ι], fut. pass. τρίψομαι, 6, 18. 7, 42; – reiben; τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐν ἀλωῇ, Il. 20, 496, dreschen, eigtl. ausreiben, das Korn wurde mit Walzen ausgedroschen; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, herumdrehen, Od. 9, 333; χρυσὸν βασάνῳ, Gold am Probirstein reiben, um seine Reinheit auszumitteln, Theogn. 450; sp. D., φάρμακον Strat. 11 (XII, 13); Plat. Phaed. 117 b u. öfter, ἔτριψε τῇ χειρὶ τὸ σκέλος Phaed. 60 b. – Bes. abreiben, abnutzen, abtragen, τετριμμένοι τὰ ἐπ' ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, Her. 2, 93; bes. von Kleidern und von Wegen, δίκτυον τριβέν En. ad. 129 (VI, 24), ἀτραπὸς τετριμμένη Ar. Ran. 123. – Dah. von Personen aufreiben, entkräften, schwächen, μηδὲ τρίβεσθε κακοῖσιν, nutzt cure Kräfte nicht ab, Il. 23, 735; ἀλλήλους τρίβουσι σκολιῇσι δίκῃσι Hes. O. 251, sie reiben einander od. ihr Vermögen durch Rechtshändel auf; τριβόμενος λαός, Her. 2, 124, ein gemißhandeltes Volk; auch Geld und Gut aufzehren, mit δαπανᾶσθαι vrbdn, 2, 37; ἄλλην γενεὰν τρίβειν θανάτοις αὐθένταισιν, Aesch. Ag. 1554; Thuc. a. a. O. und öfter; τῶν στρατιωτῶν τετριμμένων ὑπὸ τῆς κακοπαθείας, Pol. 10, 13, 11; τριβέντες ὑπὸ τύφου, Luc. Paras. 52. – Pass. sich verweilen, Aesch. Eum. 186; sich mit einer Sache viel beschäftigen, sich darin üben, πολέμῳ, Her. 3, 124; ἀμφ' ἀρετῇ, Theogn. 465. – Später auch so im act., τί, Etwas treiben, üben, βίον, eine Lebensart führen, z. B. δυστυχῆ, ein unglückliches Leben führen, Soph. El. 592; νησιώτην, Eur. Heracl. 86; γεωργικόν, Ar. Pax 576; λυπηρόν, D. Hal. 1, 56; aber πόλεμον τρίβειν, einen Krieg in die Länge ziehen, Pol. 2, 63, 4; Iulian. Caes. 19, 10.