εὔπταιστος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
εὔπταιστον, easily stumbling: metaph., unreliable, of words as compared with facts, Hp.Praec.2.
German (Pape)
[Seite 1091] leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπταιστος: -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, ἀσταθής, σφαλερός, Ἰππ. 26. 19.
Greek Monolingual
εὔπταιστος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάλλει εύκολα
2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)].