οἰνοβρεχής

From LSJ
Revision as of 22:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβρεχής Medium diacritics: οἰνοβρεχής Low diacritics: οινοβρεχής Capitals: ΟΙΝΟΒΡΕΧΗΣ
Transliteration A: oinobrechḗs Transliteration B: oinobrechēs Transliteration C: oinovrechis Beta Code: oi)nobrexh/s

English (LSJ)

ές, wine-soaked, drunken, AP7.428.18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mouillé de vin, saoul.
Étymologie: οἶνος, βρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβρεχής: -ές, βεβρεγμένος, διάβροχος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Ἀνθ. Π. 7. 428, 18.

Greek Monolingual

οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, -ές (Α)
1. μεθυσμένος
2. διαποτισμένος με κρασίσεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια-βρεχής].

Greek Monotonic

οἰνοβρεχής: -ές (βρέχω), ποτισμένος από κρασί, πιωμένος, μεθυσμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβρεχής: напоенный вином, т. е. пьяный Anth.

Middle Liddell

οἰνο-βρεχής, ές βρέχω
wine-soaked, drunken, Anth.