τμητοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 10:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητοσίδηρος Medium diacritics: τμητοσίδηρος Low diacritics: τμητοσίδηρος Capitals: ΤΜΗΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: tmētosídēros Transliteration B: tmētosidēros Transliteration C: tmitosidiros Beta Code: tmhtosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον, cut down with iron, ὕλη AP14.19.

German (Pape)

[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.

Greek (Liddell-Scott)

τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.

Greek Monotonic

τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).

Middle Liddell

τμητο-σῐ́δηρος, ον,
cut down with iron, Anth.