τρισευδαίμων

From LSJ
Revision as of 10:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσευδαίμων Medium diacritics: τρισευδαίμων Low diacritics: τρισευδαίμων Capitals: ΤΡΙΣΕΥΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: triseudaímōn Transliteration B: triseudaimōn Transliteration C: trisevdaimon Beta Code: triseudai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.

Greek Monolingual

-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισευδαίμων: -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-ευδαίμων -ον, gen. -ονος [τρίς, εὐδαίμων] driewerf gelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσευδαίμων: 2, gen. ονος трижды, т. е. в высшей степени счастливый Luc.

Middle Liddell

τρισ-ευδαίμων, ον,
thrice-happy, Luc.