ἀπολαυστός

From LSJ
Revision as of 13:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαυστός Medium diacritics: ἀπολαυστός Low diacritics: απολαυστός Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: apolaustós Transliteration B: apolaustos Transliteration C: apolafstos Beta Code: a)polausto/s

English (LSJ)

όν, enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.

Spanish (DGE)

-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.

German (Pape)

[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.

Greek Monolingual

ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.

Greek Monotonic

ἀπολαυστός: -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει, απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολαυστός: могущий дать наслаждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.

Middle Liddell

[from ἀπολαύω
enjoyed, enjoyable, Plut.