ἀστρωσία
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
ἡ, practice of sleeping without bedding, Pl.Lg.633c (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
carencia de manta en plu. ἀνυποδησίαι καὶ ἀστρωσίαι Pl.Lg.633c, cf. Aristaenet.2.20.23.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, das Liegen ohne Bett u. ohne Decken, Plat. Legg. I, 633 c neben ἀνυποδησία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρωσία: ἡ, ἡ ἕξις τοῦ κατακλίνεσθαι οὐχὶ ἐπὶ στρωμνῆς, ἀστρωσίαι καὶ ἀνυποδησίαι Πλάτ. Νόμ. 633C.
Greek Monolingual
η (Α ἀστρωσία) άστρωτος
η έλλειψη στρώματος, το να κοιμάται κανείς χωρίς στρώμα, δηλαδή καταγής
νεοελλ.
η ακαταστασία, η ασυγυρισιά.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρωσία: ἡ pl. отдых или сон без подстилки, т. е. на голой земле Plat.