ἱεροβοτάνη
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, = ἱερὰ βοτάνη (cf. βοτάνη), Isid.Etym.17.9.55.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροβοτάνη: ᾰ, ἡ, ἱερὰ βοτάνη, ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν οὕτως ἐπειδὴ ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς φυλακτήριον· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ βοτάνη, ὡς συνώνυμον τῷ περιστερεών.
Greek Monolingual
η (Α ἱεροβοτάνη)
ονομασία φυτών του γένους βερβένα
αρχ.
το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + βοτάνη.
German (Pape)
ἡ, das heilige Kraut, Eisenkraut, verbena, weil es bei heiligen Weihen und Reinigungen gebraucht wurde, Diosc., auch περιστερεών genannt.