ἱπποπάρῃος
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with large cheeks, Apollon.Lex. s.v. ἱππόβοτον.
German (Pape)
[Seite 1260] mit gewaltigen Backen, Apoll. L. H. s. v. ἱππόβοτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποπάρῃος: -ον, ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. ἱππόβοτον.
Greek Monolingual
ἱπποπάρῃος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλιπάρηος, χαλκοπάρηος (βλ. και λ. ιππό-κρημνος)].