ὅπη
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Ep. ὅππη, both in Hom., v. infr. (better written ὅπῃ A.D. Adv.209.27, Eust.174.1) ; Dor. ὅπᾳ Leg.Gort.2.35, etc. (ὅππᾳ Com.Adesp.p.126 D.), also ὅπη Leg.Gort.1.42, Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), etc., and ὅπει IG12(3).248.11 (Anaphe), etc. ; Aeol. ὄππα ib. 12(2).645a47. Theoc.28.4 ; but ὄππᾳ prob. in Alc.Supp.1A.4 ; Ion. ὅκη (better ὅκῃ) Hdt. (v. infr.) :—Adv., relat. and indirect interrog.: I of Place, by which or what way, in which or what direction or part: sts. nearly = ὅπου, where, Il.22.321, Od.9.457 ; εἰρωτᾶν ὅκῃ εἴη v. l. in Hdt.5.87; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν to whatever point . ., at that point... Il.12.48 ; ὅκῃ ἰθύσειε στρατεύεσθαι Hdt.1.204, cf. 2.146 ; ἀμηχανῶ . . ὅπᾳ τράπωμαι A.Ag.1532 (lyr.); ἐμβαλοῦ μ' ὅπῃ θέλεις S.Ph.481 codd. II of Manner, in what way, how, as, ὅπῃ νόος ἐστὶν ἑκάστου Il.20.25, cf. Od.1.347 : more freq. in Trag. and Att., as A.Pr.586,906 (both lyr.), Ag.67 (anap.), al., Th.1.129, Lys. 14.4, etc. : joined with ὅπως, ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως Pl.R.612a, cf. Lg. 899a, 899b, etc. ; ὅπῃ ἔτυχεν Arist.GA743a21 (v.l. ὅπου) ; ὅπῃ ἄν, with subj., ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18 ; ὅπᾳ κα δικαιότατα Dor.Foed. ap. eund.5.79, cf. 8.56 ; ἔστιν ὅπῃ in a way, Pl.Prt.331d ; ἔσθ' ὅπῃ . . ; Id.R.486b ; οὐκ ἔστιν ὅπῃ Aeschin.3.209 (as v. l.). III with other Particles, ὅπῃ δή Il.22.185, etc. ; ὅπῃ ποτέ in what possible direction or manner, Pl.Sph.231c, R.372e ; ὅπῃ δή ποτε Id.Ep.338a : c. gen., τοὺς ὅπῃ ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Plu.Per.17 ; ὅπῃ οὖν or ὁπῃοῦν, in any direction or way whatever, Pl.Prt.353d, Lg.950a ; ὁπῃγοῦν Id.Tht.187d (fort. ὁπῃτιοῦν, cf. Ap.35b); ὅπῃπερ, ὅπῃπερ ἄν, S.OT1458 (as v. l.), Pl.Sph.251a, Ti.45c, etc.; cf. ὁπωστιοῦν.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πῆ, und wie dieses auch ὅπῃ geschrieben (s. πῆ) ep. auch ὅππη, dor. ὅπα, relativ u. indirect fragend; 1) vom Ort; – a) wohin, nach welcher Richtung, Seite hin, neben der Bewegung auch das Ruhen und Verbleiben an dem Orte bezeichnend, vgl. Herm. Vig. p. 789; ὅππη τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι, wohin er gebt, dahin weichen sie, Il. 12, 48; ἄρχ', ὅππη σε κραδίη κελεύει, 13, 784; νῦν ψᾶφον ὅπα κῦμα κατακλύσσει; Pind. Ol. 11, 10; ἐμβαλοῦ μ' ὅπη θέλεις, Soph. Phil. 479, wie ἀλλ' ἄγε ὅπη ἐθέλεις Plat. Theaet. 169 c; – mit ἄν u. dem Conj., ὅπη ἂν ὁ λόγος ὥςπερ πνεῦμα φέρῃ, ταύτῃ ἰτέον, Rep. III, 394 d, u. indir. mit dem opt., ὅπῃ τύχοι προϊέναι, Tim. 43 b; τοῦτ' ἤδη ὅπῃ ἀποβήσεται, ἄδηλον, wo wir sagen »wie es ablaufen wird«, Euthyphr. 3 e; c. gen., σήμηνον ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 563, wie Eur. Heracl. 19. 46 u. öfter. – b) wo, woselbst; Il. 22, 321 Od. 9, 457; Xen. An. 6, 2, 3; ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς, Plat. Phaed. 113 b, wo es nur welche giebt. – 2) von der Art und Weise, wie; Il. 20, 25 Od. 1, 347. 8, 45; ὅπη δή, Il. 22, 185; ἔστι δ' ὅπη νῦν ἔστι, Aesch. Ag. 67; τάχ' εἰσόμεσθα τἀπίσημ' ὅπη τελεῖ, Spt. 641, u. öfter; in Prosa, Thuc. 1, 129, ταύτῃ μεταθεῖναι, ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις, 5, 18. 8, 67; Xen. An. 2, 1, 19 u. öfter; ὅπη αὐτὸς οἴοιτο δεῖν εἰπεῖν, ταύτῃ λέγειν, Plat. Conv. 199 b; öfter auch mit ὅπως verbunden, εἴτε ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως, Rep. X, 612 a; εἴθ' ὅπως εἴθ' ὅπῃ, Legg. X, 899 a. – Verstärkt ὁπῃοῦν, wie immer auch, ὅτι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ καὶ ὁπῃοῦν, Plat. Prot. 353 d, vgl. Conv. 194 d; auch vom Orte, wohin auch immer, Legg. XII, 950 a; – ὅπῃπερ, wie auch, τὸν λόγον ὅπῃπερ ἂν οἷοί τε ὦμεν εὐπρεπέστατα διωσόμεθα, Soph. 251 a, öfter; u. vom Orte, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ, wo auch immer, Tim. 45 c; – ὅπῃ δήποτε, u. ä.