ὀνησιφόρος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ον, bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S.; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. -ρως Plu.2.71d.
German (Pape)
[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.
Greek Monolingual
ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.