σύμπληξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, collision, Demetr.Eloc.207; concurrence, τῶν δύο [ὀνομάτων] ib.105.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: σύν, πλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπληξις: ἡ σύγκρουσις, φευκτέον τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. συμπίλησις.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.
Russian (Dvoretsky)
σύμπληξις: εως ἡ столкновение Arst., Plut.