γανάεις
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
cf. γανάω ΙΙ. 2.
Spanish (DGE)
(γᾰνάεις) -εσσα, -εν
que hace resplandecer, que glorifica μάκαρας θεοὺς γανάεντες A.Supp.1019 (cód., pero cf. γανάω), cf. prob. Pi.Fr.70d(h).7.
Greek (Liddell-Scott)
γανάεις: εσσα, εν, χαίρων · πρβλ. γανάω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν ; seul. plur. γανάεντες;
qui fait resplendir, qui glorifie.
Étymologie: γάνος¹.
English (Slater)
γανάεις gleaming ]γαναενταχ[ Δ. 4h. 7.
Russian (Dvoretsky)
γᾰνάεις: άεσσα, άεν (только nom. pl.) прославляющий (γανάεντες θεούς Aesch. - v.l. γανάοντες).