μακραγορία
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
Doric for μακρηγορία.
English (Slater)
μᾰκρᾱγορία long story εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ (P. 8.30)
Russian (Dvoretsky)
μακρᾱγορία: ἡ дор. = μακρηγορία.
German (Pape)
Dor. für μακρηγορία, Pind. P. 8.3.