ἀνδριαντοποιός

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδριαντοποιός Medium diacritics: ἀνδριαντοποιός Low diacritics: ανδριαντοποιός Capitals: ΑΝΔΡΙΑΝΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: andriantopoiós Transliteration B: andriantopoios Transliteration C: andriantopoios Beta Code: a)ndriantopoio/s

English (LSJ)

ὁ, sculptor, Pi.N.5.1, Pl.R.54cc, etc.; statuary in bronze (cf. ἀνδριάς), opp. λιθουργός, Arist.EN1041a11.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
escultor οὐκ ἀνδριαντοποιὸς εἰμί Pi.N.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.Pr.895b37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.Vict.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.R.540c, Io 533b, Plt.277a, Luc.Phal.1.11, Didyma 81.10
esp. escultor en bronce op. λιθουργός Arist.EN 1141a11.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Bildsäulen machend, Bildhauer, Pind. N. 5, 1; Plat. Alc. II, 140 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδριαντοποιός: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀνδριάντας, ἀνδριαντουργός, Πινδ. Ν. 5. 1, Πλάτ. Πολ. 540C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἀνδριάς, ποιέω.

English (Slater)

ἀνδρῐαντοποιός sculptor οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ (N. 5.1)

Greek Monolingual

ο (Α ἀνδριαντοποιός)
κατασκευαστής ανδριάντων.

Greek Monotonic

ἀνδριαντοποιός: ὁ (ἀνδριάς, ποιέω), αγαλματοποιός, γλύπτης, ανδριαντουργός, σε Πίνδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδριαντοποιός:ваятель статуй, скульптор Pind., Xen., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀνδριάς, ποιέω
a statue-maker, statuary, sculptor, Pind., Plat.

English (Woodhouse)

sculptor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)