εὐτειχής

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτειχής Medium diacritics: εὐτειχής Low diacritics: ευτειχής Capitals: ΕΥΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: euteichḗs Transliteration B: euteichēs Transliteration C: efteichis Beta Code: eu)teixh/s

English (LSJ)

ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Slater)

εὐτειχής with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)

Greek Monolingual

εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφιτειχής, επτατειχής].

Greek Monotonic

εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.

Russian (Dvoretsky)

εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.

Middle Liddell

εὐτειχής, ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]

German (Pape)

ές, mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, δόμος Pind. N. 7.46, πύλαι I. 5.72, πρόθυρον Ol. 6.1.