ἀφράστως
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
French (Bailly abrégé)
adv.
sans réflexion, à l'improviste.
Étymologie: ἄφραστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφράστως: непредвиденно, неожиданно (ἀ. ἀέλπτως τε Soph.).