Τυδεύς
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ὁ, gen. Τυδέως, Epic Τυδέος (never -ῆος) Il. 2.406, al.; acc. Τυδέα (never Τυδῆα) 6.222, also -ῆ 4.384; — the hero Tydeus, one of the Seven against Thebes, ll. cc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Tydée, père de Diomède.
Étymologie: R. Τυδ, frapper ; cf. lat. tundo.
Greek (Liddell-Scott)
Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Ἐπικ. έος, ἢ ῆος· αἰτ. έα, Ἐπικ. ῆα, ὡσαύτως, ῆ, Ἰλ. Δ. 384· ― εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἡρώων, πατὴρ τοῦ Διομήδους, Ὅμ. (Κυρίως, ὁ Πλήκτης, ἐκ τῆς √ΤΥΔ, ΤΥΝΔ, πρβλ. Τυνδάρεος, Σανσκρ. tud, tud-âmi (tundo)· Λατ. tundo, tutudi, tudes = m lleus· Γοτθ. staut-a (τύπτω), κτλ. ― Πατρωνυμικ. Τυδεΐδης, ὁ, ὁ Διομήδης, ὁ δ’ ὕστερος ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης Ἰλ. Ε. 18, κτλ. ― Θηλ. Τυδηίς, ίδος, Κομανθὼ Τυδηὶς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφιόδ-) 160.
Greek Monotonic
Τῡδεύς: ὁ, γεν. Τυδέως, Επικ. Τυδέος ή Τυδῆος· αιτ. Τυδέα, Επικ. Τυδῆα και Τυδῆ· ο ήρωας Τυδέας, ένας από τους επτά ήρωες της Θήβας, πατέρας του Διομήδους, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Τῡδεύς: έως, эп. έος ὁ Тидей (сын Энея - Οἰνεύς, - царя Калидона, отец Диомеда, участник похода «семерых против Фив») Hom. etc.