Διονυσιάς
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of A Διονυσιακός, θυμέλα Pratin.1.2; λοιβά E.HF894(lyr.); Πηγή Paus.4.36.5. 2 as substantive, Bacchante, Id.3.13.7. 3 a plaster, Orib.Fr.96, Philum. ap. Aët.16.38. 4 name of Naxos, Call.Aet.3.1.41. II = ἀνδρόσαιμον, Dsc.3.156; = κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131.
Greek (Liddell-Scott)
Διονῡσιάς: -άδος, ἡ, θηλυκὸν τοῦ Διονυσιακός, Πρατίν. 1. 3, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 891, κτλ. 2) ὡς οὐσιαστ., βάκχη, μαινάς, Παυσ. 4. 36, 5. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ ὅπερ ἐκαλεῖτο κοινῶς ἀνδρόσαιμον, Διοσκ. 3. 173.
Spanish (DGE)
(Διονῡσιάς) -άδος
• Alolema(s): lat. Dionysia Plin.HN 5.131
A adj. fem. dionisíaco, de Dioniso θυμέλα Pratin.3.1, λοιβαί E.HF 892, παιδιά Pl.Lg.844d.
B subst.
I αἱ Διονυσιάδες Dionisíades
1 hijas de Dioniso ref. a las Horas AP 13.28.
2 once muchachas espartanas que participaban en una carrera en las fiestas de Dioniso, Paus.3.13.7, Sch.Aeschin.1.43, Hsch., cf. Διονυσίδες.
3 dos islas de la costa noreste de Creta, actuales Dionisíades, D.S.5.75, Stadias.354, 355.
II ἡ Δ. Dionisíade
1 isla de la costa de Licia, actual Grabusa, Scyl.Per.100, Plin.l.c.
2 otro n. de la isla de Naxos, Call.Fr.75.41, D.S.5.52, Plin.HN 4.67.
3 ciudad de Italia, St.Byz.s.u. Διονυσία.
4 una calle de Turios, D.S.12.10.
5 n. de una tribu de Filipópolis en Tracia SEG 34.712 (II a.C.), de Salónica IG 10(2).185.10 (III d.C.).
6 fuente próxima a Pilos, Paus.4.36.7.
III bot.
1 dionisíade n. de un tipo de emplasto ἡ δ. πρὸς μασθοὺς ... ἐπισπαστική Orib.Ec.95.3, cf. Philum. en Aët.16.38.
2 curalotodo, Hypericum perfoliatum L. ἀνδρόσαιμον· οἱ δὲ Διονυσιάδα Dsc.3.156, cf. Gal.11.830.
3 prob. cornicabra, Ornithopus compressus L., Ps.Dsc.4.131.
4 una clase de uva Ath.30d.
IV mineral. dionisíade n. de una piedra dura y negra, antídoto para la borrachera, Plin.HN 37.157.
Greek Monotonic
Δῐονῡσιάς: -άδος, ἡ, θηλ. του Διονυσιακός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Διονῡσιάς: άδος adj. f дионисова Eur., Plat., Anth.
Greek Monolingual
διονυσιάς, η (Α)
1. μαινάδα, βάκχη
2. διονυσιάδες
κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου
3. ονομασία της Νάξου
4. το φυτό ανδρόσαιμο
5. το αμπέλι
6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θηλ. του διονύσιος].