ἔρεψις
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
εως, ἡ, roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.); style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.
Greek Monolingual
ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].
Greek Monotonic
ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρεψις: εως ἡ ἐρέφω крыша, кровля Plut.