κονιάτης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
κονιάτου, ὁ, = κονιατήρ (plasterer), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), Sammelb. 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on ἐξαλίπτης, Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. Av. 1150 ; title of play by Amphis.
Greek Monolingual
κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].