κονιατήρ

Revision as of 09:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κονιατῆρος, ὁ, plasterer, IG42(1).102.251 (Epid.).

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].