συνεπεγείρω

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεγείρω: ἐπεγείρω ἀπὸ κοινοῦ ἐναντίον τινός, τοὺς λοιποὺς συνεπήγειρας Βασίλ. τ. 3, σ. 228Α· συνεπηγείροντο δ’ ἀῆται Χρησμ. Σιβ. 1, 220, Νικήτ., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
διεγείρω από κοινού εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεγείρω «ξεσηκώνω, διεγείρω»].

German (Pape)

(ἐγείρω), mit wogegen erregen, Sp.