βληχώ
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
-οῦς, ἡ, v. βλήχων.
Spanish (DGE)
v. βλήχων.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
1 pouliot, plante;
2 c. ἐφήβαιον.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Russian (Dvoretsky)
βληχώ: οῦς ἡ Arph. = γλήχων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βληχώ -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ βλήχων polei (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.
German (Pape)
= βλήχων.