βούλαρχος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλαρχος Medium diacritics: βούλαρχος Low diacritics: βούλαρχος Capitals: ΒΟΥΛΑΡΧΟΣ
Transliteration A: boúlarchos Transliteration B: boularchos Transliteration C: voylarchos Beta Code: bou/larxos

English (LSJ)

ὁ, A president of the senate, as at Thyateira, IGRom.4.1230; at Amorgos, IG12(7).287, cf.Milet.3.230, 7.70. II adviser of a plan, A.Supp.11,970.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 consejero, mentor Δαναὸς ... πατὴρ καὶ βούλαρχος A.Supp.11, cf. 970.
2 presidente del senado local TAM 5.950.6 (Tiatira II d.C.), IEphesos 1061.4, 645.11, 928.4 (todas II d.C.), 1080A.2 (III d.C.), IG 12(7).271.11, 287.6 (Amorgos III d.C.), Didyma 84.11 (II d.C.), 156.7 (III d.C.), 278.4, Milet 1(3).121.3 (II/III d.C.), IPr.246.21 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 457] ὁ, der Erste im Rathe, Inscr. – Urheber des Rathes, Aesch. Suppl. 11. 948.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
auteur d'un avis ; postér. président du Sénat.
Étymologie: βουλή, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

βούλαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος τῆς βουλῆς ἐν Θυατείρoiς, Συλλ. Ἐπιγρ. 3494· ἐν Ἀμοργῷ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. (προσθῆκ.) 277α. Ἴδε Λεξικὸν ἀθησ. λέξ. Κουμανούδ. ΙΙ. ὁ τὴν πρωτοβουλίαν ἔχων ἔν τινι σχεδίῳ, Λατ. auctor consilii, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 12, 969.

Greek Monolingual

βούλαρχος, ο (Α)
1. ο εισηγητής κάποιου σχεδίου στη Βουλή ή στον λαό
2. ο πρόεδρος της Βουλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + -αρχος].

Greek Monotonic

βούλαρχος: ὁ,
I. πρόεδρος της Βουλής.
II. εισηγητής ενός σχεδίου, Λατ. auctor consilii, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βούλαρχος:податель совета, вдохновитель Aesch.

Middle Liddell


I. chief of the senate.
II. adviser of a plan, Lat. auctor consilii, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλαρχος -ου, ὁ βουλή, ἀρχός raadsman. Aeschl. Suppl. 12.