βραχύστομος

From LSJ
Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύστομος Medium diacritics: βραχύστομος Low diacritics: βραχύστομος Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: brachýstomos Transliteration B: brachystomos Transliteration C: vrachystomos Beta Code: braxu/stomos

English (LSJ)

ον, with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).