ἀκοντοβόλος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἀκοντοβόλον, dart-throwing, A.R.2.1000: as substantive in plural, Agath.3.20.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
tirador de jabalina Χαδήσιαι A.R.2.1000
•subst. οἱ ἀ. Agath.3.20.9, ἀ. αἰζηοί Opp.C.3.135.
German (Pape)
[Seite 77] speerwerfend, Ap. Rh. 2, 1000; Opp. C. 3, 155.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντοβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων τὸ ἀκόντιον, Ἀπολλ. Ροδ. 2. 1000.
Greek Monolingual
ἀκοντοβόλος, -ον (AM)
αυτός που ρίχνει το ακόντιο
μσν.
(το αρσενικό πληθυντικού ως ουσιαστικό) οἱ ἀκοντοβόλοι
οι ακοντιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) -οντος + -βόλος < βάλλω].