ἀκραχολέω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
to be passionate, only in pres. part., Pl.Lg.731d.
Spanish (DGE)
airarse sólo en part. pres. μὴ ἀκραχολοῦντα γυναικείως πικραινόμενον διατελεῖν no mantener continuamente nuestra irritación y amargura como las mujeres Pl.Lg.731d.
German (Pape)
[Seite 81] jähzornig sein, Plat. Legg. V, 371 d, vor Bekk. ἀκροχ. Wie
French (Bailly abrégé)
ou ἀκροχολέω;
-ῶ :
s'irriter, s'emporter.
Étymologie: ἀκράχολος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱχολέω: εἶμαι ὀργίλος, ὀξύθυμος, μόνον κατὰ μετοχὴν ἐνεστ., Πλάτ. Νόμ. 731D.
Greek Monolingual
ἀκραχολέω (Α) ἀκράχολος
είμαι οξύθυμος, οργίλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱχολέω: быть вспыльчивым Plat.
Middle Liddell
to be passionate, Plat.