abuse
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
misuse: P. ἀποχρῆσθαι (dat.).
Speak evil of: P. and V. κακῶς λέγειν, διαβάλλειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, ὀνειδίζειν (dat.), P. κακίζειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), ἐπηρεάζειν (dat.), Ar. and P. συκοφαντεῖν, V. ἐξονειδίζειν, κακοστομεῖν, δυσφημεῖν, δεννάζειν, δυστομεῖν, κυδάζεσθαι (dat.).
subs.
reproach, insult: P. and V. ὕβρις, ἡ, ὄνειδος, τό, διαβολή, ἡ, P. ἐπήρεια, ἡ, βλασφημία, ἡ, κακηγορία, ἡ, βασκανία, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, λοιδορία, ἡ.