ἀνδροφθόρος

From LSJ
Revision as of 12:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροφθόρος Medium diacritics: ἀνδροφθόρος Low diacritics: ανδροφθόρος Capitals: ΑΝΔΡΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: androphthóros Transliteration B: androphthoros Transliteration C: androfthoros Beta Code: a)ndrofqo/ros

English (LSJ)

ον, A man-destroying, murderous, μοῖρα Pi.Fr.177; εχιδνα S.Ph.266. II proparox., ἀνδρόφθορον αῖμα the blood of a slain man, Id.Ant.1022.

Spanish (DGE)

-ον
destructor de hombres μοῖρα Pi.Fr.177b, ἔχιδνα S.Ph.266.

German (Pape)

[Seite 219] Männer verderbend, tödtend, μοῖρα Pind. frg. 164; ἔχιδνα Soph. Phil. 266; – aber ἀνδρόφθορον αἷμα, das Blut des Gemordeten, Ant. 1009 (vgl. τραγόκτονον αἷμα), obwohl Andere auch hier »Männer verderbend« übersetzen, da durch die Besudelung der Altäre mit diesem Blute Verderben über die Stadt kam.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
funeste aux hommes.
Étymologie: ἀνήρ, φθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθορὰν τοῖς ἀνδράσι προξενῶν, φονικός, μοῖρα Πινδ. Ἀποσπ. 164· ἔχιδνα Ζοφ. Φ. 266. ΙΙ. προπαροξ. ἀνδρόφθορον αἷμα, = ἀνδρὸς ἐφθαρμένου αἷμα, δηλ. φονευθέντος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1022· πρβλ. τραγόκτονος.

English (Slater)

ἀνδροφθόρος man destroying ]ἀνδροφθόρον fr. 177b.

Greek Monolingual

ἀνδροφθόρος, -ον (Α)
1. φονικός
2. (προπαροξ.-φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» — αίμα σκοτωμένου.

Greek Monotonic

ἀνδροφθόρος: -ον (φθείρω),
I. αυτός που καταστρέφει άνδρες, φονικός, καταστροφικός, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ἀνδρόφθορον αἷμα, το αίμα σφαγιασμένου άνδρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροφθόρος: губящий людей, смертоносный (μοῖρα Pind.; ἔχιδνα Soph.).

Middle Liddell

φθείρω [cf. ἀνδρόφθορος
I. man-destroying, murderous, Soph.

English (Woodhouse)

murderous, destroying men

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)