Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνάμεστος

From LSJ
Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμεστος Medium diacritics: ἀνάμεστος Low diacritics: ανάμεστος Capitals: ΑΝΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anámestos Transliteration B: anamestos Transliteration C: anamestos Beta Code: a)na/mestos

English (LSJ)

ον (fem. -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.

German (Pape)

[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].

Greek Monotonic

ἀνάμεστος: -ον, (και —τη στον Ευρ.) πλήρης, γεμάτος, τινος, από ένα πράγμα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμεστος:
1) переполненный, изобилующий (τεττίγων Arph.);
2) целиком проникнутый, преисполненный (ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον Dem.).

Middle Liddell


filled full, τινός of a thing, Dem.