ἀνέμπληκτος

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληκτος Medium diacritics: ἀνέμπληκτος Low diacritics: ανέμπληκτος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anémplēktos Transliteration B: anemplēktos Transliteration C: anempliktos Beta Code: a)ne/mplhktos

English (LSJ)

ἀνέμπληκτον, intrepid, Sch.E.Or.1479. Adv. ἀνεμπλήκτως Plu.Galb. 23 (nisi legendum ἀνεκπλήκτως).

Spanish (DGE)

-ον
1 intrépido Sch.E.Or.1479.
2 adv. -ως intrépidamente Plu.Galb.23 (ap. crít.).

German (Pape)

[Seite 223] unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἀτρόμητος. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνεκπλήκτως.

Greek Monolingual

ἀνέμπληκτος, -ον (Α)
1. ο μη εκπλησσόμενος
2. επίρρ. ανεμπλήκτως
με απάθεια, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπληκτος < (εμπλήσσω) «έκπληκτος»].

Greek Monotonic

ἀνέμπληκτος: -ον, ατρόμητος, άφοβος· στο επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

intrepid: in adv. -τως, Plut.