ἀντίψηφος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, voting against, τῷ θεῷ Pl.Alc.2.150b.
Spanish (DGE)
-ον
que vota en contra, que se pronuncia contra οὐδὲ γὰρ ἂν εἰκὸς εἴην ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι Pl.Alc.2.150b.
German (Pape)
[Seite 264] dagegenstimmend, Plat. Alc. II, 150 b; Aristaen. 1, 15.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίψηφος: высказывающийся или голосующий против (τινι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίψηφος: -ον, ψηφοφορῶν ἐναντίον, ἀντίψηφον τῷ Θεῷ γενέσθαι Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 150Β, Ἀρισταίν. 1. 15.
Greek Monolingual
ἀντίψηφος, -ον (Α)
αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.