ἀντιμηχανάομαι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
contrive against or in opposition, ἄλλα ἀ. Hdt.8.52, cf. E Ba.291; σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: abs., Arist.HA613b27; πρός τι X.HG5.3.16.
Spanish (DGE)
(ἀντιμηχᾰνάομαι)
maquinar a su vez c. ac. int. ἄλλα Hdt.8.52, οἷα E.Ba.291, μηχανὰς ... ἀντιμηχανήσασθαι Plu.2.256c
•c. πρός y ac. maquinar a su vez contra, discurrir contra, frente X.HG 5.3.16, Plb.16.30.2, 21.27.4, D.S.17.55, Sch.A.Pr.110H.
•abs. Arist.HA 613b27.
German (Pape)
[Seite 255] Gegenanstalten treffen, Gegenlist anwenden, Her. 8. 52; πρός τι Eur. Bacch. 291; Thuc. 7, 53; Xen. Hell. 5, 3, 16; Pol.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 machiner contre;
2 imaginer en guise de défense.
Étymologie: ἀντί, μηχανάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμηχᾰνάομαι: ἀποθ., μηχανῶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, ἄλλα τε ἀντεμηχανέοντο καὶ δὴ καί, κτλ. Ἡροδ. 8. 52· ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα Θουκ. 7. 53· ἀπολ., Εὐρ. Βάκχ. 291, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 5· ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 16.
Greek Monotonic
ἀντιμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, επινοώ ενάντια σε ή αντίθετα προς, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμηχᾰνάομαι:
1) противопоставлять свои мероприятия, принимать контрмеры, пускаться со своей стороны на хитрость (Her., Eur.; πρός τι Xen.);
2) в свою очередь придумывать (τι Thuc.).
Middle Liddell
to contrive against or in opposition, Hdt., Thuc.