ἀντισήκωμα

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωμα Medium diacritics: ἀντισήκωμα Low diacritics: αντισήκωμα Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΜΑ
Transliteration A: antisḗkōma Transliteration B: antisēkōma Transliteration C: antisikoma Beta Code: a)ntish/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
compensación Eust.546.25
c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.

Greek Monolingual

το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.

German (Pape)

τό, das Gleichgewicht, Vergeltung, Eust.