ἀντοχή

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντοχή Medium diacritics: ἀντοχή Low diacritics: αντοχή Capitals: ΑΝΤΟΧΗ
Transliteration A: antochḗ Transliteration B: antochē Transliteration C: antochi Beta Code: a)ntoxh/

English (LSJ)

ἡ,
A adhesion, Orib.45.2.6, Gal.19.440.
II attachment, c. gen., ἑαυτῶν, of rings, Alex.Aphr.Pr.2.67: metaph., Procl.in Ti. 1.75 D.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 inserción προσάρτησίς ἐστιν ὑμένων μακροτέρων ἀντοχὴ πρὸς τὰ παρακείμενα σώματα Gal.19.440, cf. Orib.45.2.6.
2 ligazón, unión ἑαυτῶν de anillos, Alex.Aphr.Pr.2.67
fig. τῶν αἰτίων Procl.in Ti.1.75.10.

German (Pape)

[Seite 265] (ἀντέχομαι), ἡ, das Gegen-, Anhalten; der Zusammenhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοχή: ἡ, τὸ ἀντέχεσθαι, συνοχή, συνάφεια, τὰ δὲ ὁμιλεῖ ἑαυτοῖς κατ’ ἀντοχὴν καὶ περιπλοκὴν Ἀλέξ. Ἀφροδ. προβλ. 2, 67, σ. 75. 14.

Greek Monolingual

η (Α ἀντοχή)
νεοελλ.
1. δυνατότητα αντίδρασης σε καταστρεπτική ενέργεια
2. δύναμη των ζωικών οργανισμών να υπομένουν κάτι
3. (για ανθρώπους) ψυχική δύναμη, αντίσταση σε ψυχολογικές πιέσεις
4. (για πράγματα) ανθεκτικότητα, δύναμη αντίστασης στη φθορά
αρχ.
1. συνοχή, συνεκτικότητα, συνάφεια
2. αφοσίωση, προσήλωση σε κάτι.