ἀποσκόπιος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).
Spanish (DGE)
-ον
lejos del blanco ἀφάμαρτον Ptol.SHell.712.3 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'écarte du but.
Étymologie: ἀπόσκοπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
Greek Monotonic
ἀποσκόπιος: -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκόπιος: бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).