ἇλος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Dor. for ἧλος.
Spanish (DGE)
v. ἧλος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἧλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἇλος: Δωρ. ἀντὶ ἧλος.
English (Slater)
ἇλος nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71)
Greek Monolingual
ἇλος, ο (Α)
δωρικός τύπος αντί του ἧλος.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἇλος: дор. = ἧλος.