ἁλίτυρος
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
English (LSJ)
ὁ, salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).
Spanish (DGE)
(ἁλίτῡρος) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
queso salado ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος AP 9.412 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fromage salé.
Étymologie: ἅλς², τυρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.
Greek Monolingual
ἁλίτυρος, ο (Α)
αλατισμένο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + τυρός «τυρί»].
Greek Monotonic
ἁλίτῡρος: ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίτῡρος: ὁ соленый сыр Anth.