ἐκχωρίζω

From LSJ
Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχωρίζω Medium diacritics: ἐκχωρίζω Low diacritics: εκχωρίζω Capitals: ΕΚΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: ekchōrízō Transliteration B: ekchōrizō Transliteration C: ekchorizo Beta Code: e)kxwri/zw

English (LSJ)

A cut off, separate, PRyl.378.11 (ii A.D., Pass.).
II Pass., to be voided, of excrements, Arist.HA551a7.

Spanish (DGE)

1 evacuar en v. pas., excrementos, Arist.HA 551a7.
2 separar, quitar τὰ σκεύη, ἃ ἐξεχώρισεν Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος LXX 1Es.4.57, cf. 44.
3 dejar, ceder tierras, en v. pas. PRyl.378.11 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχωρίζω: ἀποχωρῶ, περιττώματα ἐκκεχωρισμένα, ἀποκεχωρημένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19.

Greek Monolingual

ἐκχωρίζω (AM)
μσν.
1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω
2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία
αρχ.
(για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι.