ἑκταῖος

From LSJ
Revision as of 15:46, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκταῖος Medium diacritics: ἑκταῖος Low diacritics: εκταίος Capitals: ΕΚΤΑΙΟΣ
Transliteration A: hektaîos Transliteration B: hektaios Transliteration C: ektaios Beta Code: e(ktai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἕξ) A on the sixth day, ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29, cf. Coac.15, X.An.6.6.38, D.S.17.65. II = ἕκτος, μοῖρα AP14.119.10 (Metrod.). III ἑκταῖον· αἱ δύο κοτύλαι, and ἑκταίους (sc. ἄρτους) · τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ, Hsch.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que se produce al sexto día κρίσιες Hp.Epid.4.20, cf. Gal.9.785, frec. de pers. como pred. ἑ. ... ἔθανεν murió al sexto día Hp.Epid.5.74, cf. 7.36, ἀφίκοντο ἑκταῖοι X.An.6.6.38, διαβλαστάνει ... τὰ δὲ ... ἑκταῖα otras (plantas) germinan al sexto día Thphr.CP 4.3.1, παρῆν ἑ. Plb.5.97.4, κατήντησεν ἑ. D.S.17.65
de fiebres que sobreviene cada seis días ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29.
2 sexto μοῖρα AP 14.119 (Metrod.).
II metrol., subst., como medida de capacidad
1 τὸ ἑ. hecteo equiv. a 10 cótilas, Hsch.
2 ἑκταίους· τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ Hsch.

German (Pape)

[Seite 779] am sechsten Tage, z. B. κατήντησεν, D. Sic. 17, 65; μᾶζα, sechs Tage alt, Timon bei Ath. IV, 160 a. – Der sechste, μοῖρα Probl. arith. 13 (XIV, 119).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a lieu ou se fait le sixième jour.
Étymologie: ἕκτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκταῖος: -α, -ον, (ἓξ) τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 38. ΙΙ. = ἕκτος, Ἀνθ. Π. 14. 119.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἑκταῖος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῖοι» — έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.)
2. έκτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῖον
οι δύο κοτύλες.

Greek Monotonic

ἑκταῖος: -α, -ον (ἕξ)·
I. αυτός που είναι έξι ημερών, σε Ξεν.
II. = ἕκτος, έκτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκταῖος:
1) относящийся к шестому дню: ἀφίκοντο ἑκταῖοι εἰς Χρυσόπολιν Xen. они пришли в Хрисополь на шестой день;
2) шестой (μοῖρα Anth.).

Middle Liddell

ἑκταῖος, η, ον [ἕξ]
I. on the sixth day, Xen.
II. = ἕκτος, sixth, Anth.