βοώνης

From LSJ
Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοώνης Medium diacritics: βοώνης Low diacritics: βοώνης Capitals: ΒΟΩΝΗΣ
Transliteration A: boṓnēs Transliteration B: boōnēs Transliteration C: voonis Beta Code: bow/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὠνέομαι) at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, D.21.171, IG2.163.18.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ comprador oficial de las reses para los sacrificios públicos en Atenas Ath.Agora 19.L7.44, IG 22.1496.71 (ambas IV a.C.), D.21.171, en Delos ID 399A.17 (II a.C.)
tratante en vacas gener., Cyr.Al.Mt.233.2.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, Ochsenkäufer; in Athen die Beamten, welche den Kauf der Opferthiere besorgten, Dem. 21, 171; vgl. Harpocr. u. B. A. 219; Poll. 8, 114.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agent chargé de l'achat des bœufs pour les sacrifices publics à Athènes.
Étymologie: βοῦς, ὠνέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοώνης -ου, ὁ βοῦς, ὠνέομαι veekoper.

Russian (Dvoretsky)

βοώνης: ου ὁ (в Афинах) закупщик быков (для общественных жертвоприношений) Dem.

Greek (Liddell-Scott)

βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ ὁποῖος ἠγόραζε βοῦς διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - ἐντεῦθεν βοωνέω, ἀγοράζω βοῦς, ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·

Greek Monolingual

βοώνης, ο (Α)
στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»].

Greek Monotonic

βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.

Middle Liddell

ὠνέομαι
at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, Dem.