εὐθυντής
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυντής: οῦ ὁ Plat. = εὔθυνος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εὐθυντής: -οῦ, ὁ (εὐθύνω), κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ.